- παραλήρημα
- (Ιατρ.). Κατάσταση κατά την οποία ένας ψυχικά ασθενής αναπτύσσει ιδέες που βρίσκονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, ύστερα από ένα αρχικό λάθος στην αντίληψη των πραγμάτων ή στην κρίση επί των γεγονότων. Η διατήρηση των παραληρητικών σκέψεων σε ένα άτομο καλείται ακριβώς παραλήρημα. Αυτό μπορεί να πηγάσει και από γεγονότα μικρής σημασίας ή μπορεί να είναι αποτέλεσμα παραισθήσεων. Ο ψυχικά ασθενής ερμηνεύει με π. κατά παθολογικό τρόπο τα γεγονότα, στα οποία και δίνει ειδική σημασία, η οποία δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Έτσι μπορεί, για παράδειγμα, να δημιουργηθεί ένα π. καταδίωξης, κατά το οποίο ο ασθενής πιστεύει ότι όλοι τον παρατηρούν με ιδιαίτερη προσοχή, ότι τον καταδιώκουν, ότι τον επηρεάζουν στο σώμα ή στο πνεύμα με κοινά ή υπερφυσικά μέσα. Το π. είναι μια παθολογική κατάσταση, σχεδόν ειδική της σχιζοφρένειας, ωστόσο μπορεί να παρατηρηθεί και κατά την πορεία άλλων ψυχικών νοσημάτων.
Μια ειδική μορφή π. είναι το τρομώδες, που αποτελεί τη συχνότερη ψύχωση των χρόνιων αλκοολικών και της οποίας τα επεισόδια, αν και επαναλαμβάνονται συχνά στο ίδιο άτομο, σπάνια είναι μεγάλης διάρκειας. Χαρακτηρίζεται από θόλωση της διάνοιας, συνοδευόμενη από χονδροειδές και επίμονο τρέμουλο των χεριών και από μια έντονη κατάσταση διέγερσης. Κατά τη διάρκεια του παροξυσμού, συχνά ο ασθενής έχει δυσάρεστες ψευδαισθήσεις.
* * *το, ΝΜΑ [παραληρώ]η ενέργεια τού παραληρώ, ανόητη μωρολογία, παράλογος, ασυνάρτητος λόγοςνεοελλ.1. ιατρ. ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από απώλεια τού προσανατολισμού και έναν ιδιόμορφο τύπο διανοητικής συγχύσεως κατά την οποία ο ασθενής κατανοεί ανακριβώς το περιβάλλον του και είναι συνήθως αποτέλεσμα τοξικώσεως ή σωματικής παθολογικής κατάστασης που επηρεάζει τον εγκέφαλο, όπως είναι ο πυρετός, η καρδιακή ανεπάρκεια ή μια κάκωση τής κεφαλής2. μτφ. κατάσταση ομαδικού ενθουσιασμού ή ομαδικής υστερίας («μόλις αντίκρυσαν τον αγαπημένο τους ηθοποιό καταλήφθηκαν από παραλήρημα»)3. φρ. «τρομώδες παραλήρημα»ιατρ. παθολογική κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη διέγερση με τρόμο, σπασμούς, οπτικές ή ακουστικές ψευδαισθήσεις και επιθετικές αντιδράσεις και αποτελεί σύμπτωμα τού αλκοολισμού.
Dictionary of Greek. 2013.